καλάθῳ

καλάθῳ
κάλαθος
basket narrow at the base
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλαθώ — καλαθῶ, όω (Μ) [κάλαθος] καλύπτω με τεμάχια λεπτών σανίδων το εσωτερικό μέρος τής στέγης, την οροφή, ταβανώνω, οροφώ* …   Dictionary of Greek

  • καλάθω — κάλαθος basket narrow at the base masc nom/voc/acc dual κάλαθος basket narrow at the base masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλαθος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 380 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται κοντά στην ανατολική ακτή του νησιού, ΒΔ της Λίνδου και σε απόσταση 50 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίνδιων. * * * ο (AM κάλαθος) καλάθι*, κάνιστρο με… …   Dictionary of Greek

  • καλάθωμα — καλάθωμα, τὸ (Μ) [καλαθώ] καλάθωσις* …   Dictionary of Greek

  • καλάθωσις — καλάθωσις, ἡ (Μ) [καλαθώ] 1. φάτνωση, κατασκευή οροφής διακοσμημένης με διάφορα ποικίλματα, κυρίως με καλαθίσκους*, με διακοσμήσεις σε σχήμα καλαθιού 2. η ίδια η διακόσμηση τής οροφής με γλυπτούς καλαθίσκους 3. η διακοσμημένη ή γλυπτή οροφή,… …   Dictionary of Greek

  • σαλία — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «πλέγμα καλάθῳ ὅμοιον, ὃ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φοροῡσιν αἱ Λάκαιναι, oἱ δὲ θολία». (II) ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. τηλία. (III) ἡ, Μ [σαλός] μωρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”